μνώμαι

μνώμαι
μνώμαι, -άομαι (Α)
1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ' ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.)
2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ' ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.)
3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας
4. ζητώ γυναίκα σε γάμο
5. επιθυμώ κάτι, προσπαθώ να πετύχω εύνοια ή να καταλάβω αξίωμα («οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον, ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληΐην», Ηρόδ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μιμνήσκω. Το ρ. μνῶμαι, εκτός από τη σημ. «σκέπτομαι, συλλογίζομαι», έχει και άλλη ειδικότερη σημασία «επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας, ζητώ γυναίκα σε γάμο», που δεν τήν έχει το ρ. μιμνήσκω (πρβλ. λατ. mentionem facere «διαπραγματεύομαι»), η οποία μεταγενέστερα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο ώστε το ρ. κατέληξε να σημαίνει «επιθυμώ κάτι, προσπαθώ να αποσπάσω την εύνοια κάποιου ή να καταλάβω κάποιο αξίωμα» (πρβλ. μνώμενος ἀρχήν «αυτός που επιδιώκει να αναλάβει την εξουσία»). Για τη σημασία αυτή τού μνώμαι, που απομακρύνεται σημαντικά από εκείνην τού μιμνήσκω, πρβλ. και τα παράγωγα μνηστήρ, προμνήστρια, μνηστή, μνηστεύω.
ΠΑΡ. μνηστήρ(ας), μνήστον
αρχ.
μνήστείρα, μνηστύς
αρχ.-μσν.
μνηστός, μνήστωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. προμνώμαι, υπομνώμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μνῶμαι — μνάομαι to be mindful of pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) μνάομαι to be mindful of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • αείμνηστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των χιλίων Πλαταιέων (6ος 5ος αι. π.Χ.) που τοποθετήθηκαν από τον Μιλτιάδη στο αριστερό κέρας της παράταξης του ελληνικού στρατού, στη μάχη του Μαραθώνα. 2. Σπαρτιάτης (5ος αι. π.Χ.) που σκότωσε με το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • μνήμενος — μνήμενος, ὁ (Α) αυτός που θυμάται. [ΕΤΥΜΟΛ. Τον τ. παραδίδει ο Αριστοτέλης ως ομηρικό. Ο τ. μνήμενος πιθ. αντί τού αναμενόμενου τ. μνωόμενος < μνῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • μνήστειρα — και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α) 1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή 2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού μνηστήρ < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • μνήστρο(ν) — το (ΑΜ μνῆστρον) νεοελλ. 1. δαχτυλίδι που ανταλλάσσεται στον αρραβώνα 2. στον πληθ. τα μνήστρα τα δώρα, και ιδίως τα κοσμήματα που ανταλλάσσουν οι αρραβωνιασμένοι μσν. φρ. α) «ἔχω μνήστρα» είμαι μνηστευμένος β) «λαμβάνω μνῆστρον» μνηστεύομαι μσν …   Dictionary of Greek

  • μνήστωρ — μνήστωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) μνηστευμένος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του 2. στον πληθ. οἱ μνήστορες (στον Όμηρο) οι μνηστήρες τής Πηνελόπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

  • μνεία — η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ) 1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.) 2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» υπενθυμίζω, μιλώ… …   Dictionary of Greek

  • μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”